Μέλιτται

Μέλιτται
Μέλισσαι , Μέλισσα
madhu-lih-
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλιτται — μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melitevs — MELĬTEVS, ëi, Gr. Μελιτεὺς, έως, (⇒ Tab. X.) Jupiters und der Othreis, einer Nymphe, Sohn, wurde von dieser seiner Mutter aus Furcht vor der Juno in einen Wald weggesetzet, daselbst aber, nach Jupiters Veranstaltung, von den Bienen unterhalten,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κηριοποιός — κηριοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κηρήθρα («ἔστι δὲ ταῡτα, ὅσα κηριοποιά, οἷον αἱ μέλιτται καὶ τὰ παραπλήσια τὴν μορφή ν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • μελισσεύς — μελισσεύς, έως, ὁ (Α) μελισσοκόμος, μελισσουργός («διόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”